- πεπτικός
- πεπτικόςable to digestmasc nom sgπτίσσωwinnow grainperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπτικός — ή, ό / πεπτικός, ή, όν, ΝΑ [πεπτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση 2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες») νεοελλ. φρ. α) «πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου» ανατ. οργανικό σύστημα το… … Dictionary of Greek
πεπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη: Το πεπτικό σύστημα των ζωντανών οργανισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπτικά — πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc pl πεπτικά̱ , πεπτικός able to digest fem nom/voc/acc dual πεπτικά̱ , πεπτικός able to digest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικώτερον — πεπτικός able to digest adverbial comp πεπτικός able to digest masc acc comp sg πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικῶν — πεπτικός able to digest fem gen pl πεπτικός able to digest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικόν — πεπτικός able to digest masc acc sg πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικώτατον — πεπτικός able to digest masc acc superl sg πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικαῖς — πεπτικός able to digest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικαί — πεπτικός able to digest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικοῖς — πεπτικός able to digest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)